- πλαστης
- πλάστης-ου ὅ1) ваятель, гончар или скульптор
(πλάσται εἰκόνων Plut.)
δεινοῦ πλάστου τὸ ἔργον (sc. ἐστίν) Plat. — это дело искусного ваятеля2) парикмахер Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πλάσται εἰκόνων Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλάστης — moulder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστης — ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, ιδος, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι 2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων 3. ο θεός ως δημιουργός τού… … Dictionary of Greek
πλάστης — ο θηλ. πλάστρα 1. αυτός που πλάθει. 2. ο δημιουργός Θεός: Σε σένα, Πλάστη και Θεέ, ετούτη τη στιγμή… (προσευχή). 3. πλαστήρι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαστῆς — πλαστή mud wall fem gen sg (attic epic ionic) πλαστός formed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάσται — πλάστης moulder masc nom/voc pl πλάστᾱͅ , πλάστης moulder masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστῶν — πλάστης moulder masc gen pl πλαστή mud wall fem gen pl πλαστός formed fem gen pl πλαστός formed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάσταις — πλάστης moulder masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστην — πλάστης moulder masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστου — πλάστης moulder masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστῃ — πλάστης moulder masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστῃσιν — πλάστης moulder masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)